τέλεστρα

τέλεστρα
τέλεσ-τρα, τά,
A fees for admission to priesthood, Milet.6.22 (iii B.C.), IG12(7).237.27 (Amorgos, ii/i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τέλεστρα — τὰ, Α εισφορές εκείνων που εισέρχονταν στην ιερωσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη σημασιολογικά φαίνεται η παραγωγή τού τ. απευθείας από το θ. τελεσ τής λ. τέλος* με επίθημα τρα παρά από το ρ. τελῶ (πρβλ. κόμισ τρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”